μπατίκι

μπατίκι
το
1. ενοίκιο αγρού, χρήματα που δίνει κάποιος σε ιδιοκτήτη αγρού για να τόν καλλιεργεί για δικό του όφελος
2. στον πληθ. τα μπατίκια
α) χρήματα που καταβάλλουν οι ιερείς στους επισκόπους για τον διορισμό τους σε ενορία
β) μικρή οικογενειακή τελετή με την οποία υποδέχονται τον γαμπρό στο σπίτι τής νύφης μετά τον αρραβώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐμβατ-ίκι(ον) < ἐμβατός < ἐμβαίνω (βλ. λ. μπαίνω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μπατικιάζω — [μπατίκι] 1. νοικιάζω τον αγρό ή το αμπέλι κάποιου για να τόν καλλιεργήσω για δικό μου όφελος 2. εκμισθώνω αγρό ή αμπέλι …   Dictionary of Greek

  • πατίκι — (I) και πατήκι το η παντόφλα, το πασούμι, και γενικά το παπούτσι, το πατούμενο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατώ + κατάλ. ίκι (πρβλ. ξυλ ίκι)]. (II) και μπατίκι, το η ετήσια καταβολή σε είδος από κάθε ενορίτη προς τον ιερέα, που ήταν συνήθως 1 κιλό σιτάρι.… …   Dictionary of Greek

  • Batiki — (griechisch Μπατικι) ist eine autochthone weiße Rebsorte, die hauptsächlich im Norden Griechenlands in Thessalien, Makedonien und sporadisch auf Euböa angebaut wird. Im Jahr 1999 wurde eine bestockte Rebfläche von 65 Hektar erhoben. Batiki… …   Deutsch Wikipedia

  • εμβατίκιο — το και εμβατίκι και μπατίκι και εμβατίκια και μπατίκια, τα το ποσό που κατέβαλλε ως δώρο στον επίσκοπο ιερέας για τον διορισμό του σε ενορία …   Dictionary of Greek

  • κανονικός — Εκείνος που τελείται με ορισμένο κανόνα ή σύμφωνα με κανόνα· εκείνος που πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων· εκείνος που προέρχεται από τους κανόνες ή τα δόγματα της Εκκλησίας. Κ. δίκαιο ονομάζεται επίσης το δίκαιο που βασίζεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”