- μπατίκι
- το1. ενοίκιο αγρού, χρήματα που δίνει κάποιος σε ιδιοκτήτη αγρού για να τόν καλλιεργεί για δικό του όφελος2. στον πληθ. τα μπατίκιαα) χρήματα που καταβάλλουν οι ιερείς στους επισκόπους για τον διορισμό τους σε ενορίαβ) μικρή οικογενειακή τελετή με την οποία υποδέχονται τον γαμπρό στο σπίτι τής νύφης μετά τον αρραβώνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐμβατ-ίκι(ον) < ἐμβατός < ἐμβαίνω (βλ. λ. μπαίνω)].
Dictionary of Greek. 2013.